Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψαρεύω σε

См. также в других словарях:

  • ψαρεύω — ψαρεύω, ψάρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψαρεύω — Ν [ψάρι (Ι)] 1. ασχολούμαι, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την αλιεία, με το ψάρεμα 2. ανασύρω κάτι από τον βυθό («ψάρεψαν τυχαία έναν αρχαίο αμφορέα») 3. μτφ. ανιχνεύω τις σκέψεις ή τις προθέσεις κάποιου με έντεχνο τρόπο ή επιχειρώ να αποσπάσω …   Dictionary of Greek

  • ψαρεύω — ψάρεψα, ψαρεύτηκα, ψαρεμένος 1. αλιεύω. 2. προσπαθώ να εξακριβώσω τις διαθέσεις του άλλου: Προσπαθεί να τον ψαρέψει, μα αυτός δε βγάζει λέξη για το θέμα αυτό. 3. φρ., «Ψαρεύω στα θολά νερά», επωφελούμαι ανώμαλες καταστάσεις για να πετύχω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρεύω — ἀγκιστρεύω (Α) 1. ψαρεύω με αγκίστρι 2. δελεάζω, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός] …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστρεύω — ἀμφιβληστρεύω (Α) ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον] …   Dictionary of Greek

  • ασπαλιεύομαι — ἀσπαλιεύομαι (Α) [ασπαλιεύς] 1. ψαρεύω 2. (για εραστή) πιάνω στο αγκίστρι μου, σαγηνεύω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»