-
1 ψαρεύω
1. αμετ. ловить, удить рыбу; рыбачить, заниматься рыбной ловлей;2. μετ. 1) прям., перен. вылавливать, извлекать; 2) перен. выуживать, выпытывать (сведения и т. п.); выманивать (деньги);τον ψαρεύει μιά ώρα — целый час он старается выудить у него что-л.;
3) перен. прощупывать (кого-л.); зондировать (почву);§ ψαρεύω στα θολά νβρά — ловить рыбу в мутной воде
-
2 ψαρεύω
[псарэво] р. ловить рыбу, (μεταφ.) выуживать, прощупывггь, зондировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψαρεύω
-
3 ψαρεύω
[псарэво] ρ ловить рыбу, (μεταφ) выуживать, прощупывггь, зондировать. -
4 ловить
ловлю, ловишьρ.δ. μ.1. πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω•ловить мяч πιάνω το τόπι•
ловить на лету πιάνω στον αέρα.
|| θηρεύω•ловить птиц πιάνω πουλιά.
2. αλιεύω, ψαρεύω•ловить рыбу ψαρεύω.
3. μτφ. δράττομαι επωφελούμαι ловить (удобный) случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρίας•лови момент δράξου της ευκαιρίας.
4. συλλαμβάνω επ αυτοφόρω•ловить вора πιάνω τον κλεφτή.
εκφρ.ловить взгляд (взор) ή глаз – πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμματα μας•ловить на себе чей взгляд – πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα•ловить волну ή станцию – πιάνω το ραδιοσταθμό•в мутной воде рыбу ловить – ψαρεύω στα θολά νερά•ловить на слове – πιάνομαι από ένα λόγο (από μια λέξη).πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 ловить
-
6 удить
-
7 вылавливать
вылавливатьнесов1. πιάνω, συλλαμβάνω/ ψαρεύω (рыбу)·2. перен (извлекать) разг τραβώ, ψαρεύω, βγάζω. -
8 выудить
выудитьсов, выуживать несов1. ψαρεύω (или ἀλιεύω) μέ τό ἀγκίστρι·2. разг (выманивать) ψαρεύω κάτι, ἀποσπώ, ἀφαιρδ μέ ἀπατη. -
9 ловить
ловитьнесов1. πιάνω, συλλαμβάνω / ἀλιεύω, ψαρεύω (рыбу):\ловить птиц πιάνω πουλιά·2. перен πιάνω, παγιδεύω, ἐνεδρεύω (подстерегать)! ἀρπάζω, δράττομαι, συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω (схватывать):\ловить удобный слу́чай δράττομαι τής εὐκαιρίας· \ловить кого́-л. на слове πιάνομαι ἀπ· τά λόγια κάποιου· ◊ \ловить рыбу в му́тной воде ψαρεύω στά θολα νερά, -
10 тралить
тра́л||итьнесов1. (в рыболовном деле) ψαρεύω μέ τράτα·2. мор. а) καθαρίζω μέ τή βυθοκόρο, б) ψαρεύω τίς νάρκες (мины). -
11 удить
уди́тьнесов ψαρεύω μέ τό καλάμι· ◊ \удить рыбу в мутной воде ψαρεύω στά θολά νερά. -
12 выудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ψαρεύω με αγκίστρι. || (απλ.) βγάζω απο•выудить из кармана βγάζω από τη τσέπη.
2. μτφ. βγάζω, μαθαίνω με δόλο, ψαρεύω•от куда ты это -ил? που το ξετρύπωσες αυτό;
-
13 выловить
1. (ловя, добыть, извлечь от-куда-л.) πιάνω, βγάζω, (рыбу) ψαρεύω, αλιεύω 2. (переловить, истребить ловлей) πιάνω/βγάζω (όλα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выловить
-
14 глушить
1. (двигатель) σβήνω, σταματώ 2. (звук) σιγώ, νεκρώνω Заставить заглушку) τυφλώνω 4. (рыбу) ψαρεύω με δυναμίτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глушить
-
15 ловить
1. (стараться схватить, подхватить) πιάνω 2. (рыбу) ψαρεύω, αλιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ловить
-
16 тралить
1. (ловить рыбу тралом) ψαρεύω με τράτα 2. (исследовать дно тралом) ερευνώ τον βυθό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тралить
-
17 глушить
глуши́||тьнесов1. ζαλίζω, ξεκου-φαίνω:\глушитьть рыбу ψαρεύω μέ δυναμίτη·2. (заглушать) πνίγω:\глушитьть мото́р μισο-σβύνω τή μηχανή·3. (подавлять) (καταπνίγω:\глушитьть критику πνίγω τήν κριτική. -
18 закинуть
закинутьсов см. закидывать ΙΓ ◊ \закинуть словечко за кого́-л. λέω μιά καλή κουβέντα γιά κάποιον \закинуть удочку разг ψαρεύω (νά μάθω). -
19 мутный
му́тн||ыйприл1. θολός, θαμπός·2. (потускневший):\мутныйые глаза τά θολά μάτια· \мутныйая голова τό θολωμένο μυαλό· ◊ в \мутныйой воде рыбу ловить погов. ψαρεύω στά θολά νερά. -
20 рыбачить
рыба||читьнесов ψαρεύω, ἀλιεύω.
См. также в других словарях:
ψαρεύω — ψαρεύω, ψάρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψαρεύω — Ν [ψάρι (Ι)] 1. ασχολούμαι, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την αλιεία, με το ψάρεμα 2. ανασύρω κάτι από τον βυθό («ψάρεψαν τυχαία έναν αρχαίο αμφορέα») 3. μτφ. ανιχνεύω τις σκέψεις ή τις προθέσεις κάποιου με έντεχνο τρόπο ή επιχειρώ να αποσπάσω … Dictionary of Greek
ψαρεύω — ψάρεψα, ψαρεύτηκα, ψαρεμένος 1. αλιεύω. 2. προσπαθώ να εξακριβώσω τις διαθέσεις του άλλου: Προσπαθεί να τον ψαρέψει, μα αυτός δε βγάζει λέξη για το θέμα αυτό. 3. φρ., «Ψαρεύω στα θολά νερά», επωφελούμαι ανώμαλες καταστάσεις για να πετύχω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αγκιστρεύω — ἀγκιστρεύω (Α) 1. ψαρεύω με αγκίστρι 2. δελεάζω, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός] … Dictionary of Greek
αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… … Dictionary of Greek
αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… … Dictionary of Greek
αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω … Dictionary of Greek
αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αμφιβληστρεύω — ἀμφιβληστρεύω (Α) ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον] … Dictionary of Greek
ασπαλιεύομαι — ἀσπαλιεύομαι (Α) [ασπαλιεύς] 1. ψαρεύω 2. (για εραστή) πιάνω στο αγκίστρι μου, σαγηνεύω … Dictionary of Greek